εὐλύτῳ

εὐλύτῳ
εὔλυτος
easy to untie
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευλυτώ — εὐλυτῶ, έω (Α) (Μ εὐλυτόω) [εύλυτος] (για κακό, δυσχέρειες, χρέη κ.λπ.) απαλλάσσω, απελευθερώνω, γλυτώνω κάποιον από κάτι …   Dictionary of Greek

  • γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …   Dictionary of Greek

  • διευλυτώ — (I) διευλυτῶ ( έω) (Α) [εύλυτος] διαλύω σύμβαση, πληρώνω χρέος. (II) διευλυτῶ ( όω) (Μ) [ευλυτώ] απαλλάσσω, ελευθερώνω …   Dictionary of Greek

  • ευλύτησις — εὐλύτησις, ἡ (Α) [ευλυτώ] επιγρ. απαλλαγή, σωτηρία από χρέος …   Dictionary of Greek

  • ευλύτωσις — εὐλύτωσις, ἡ (Μ) [ευλυτῶ] εξόφληση, αποπληρωμή χρέους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”